πιέζεις

πιέζεις
πιέζω
Ep..
imperf ind act 2nd sg (attic epic ionic)
πιέζω
Ep..
pres ind act 2nd sg
πιεζέω
Ep..
imperf ind act 2nd sg (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πιέζω — πίεσα, πιέστηκα, πιεσμένος 1. πατώ κάτι με δύναμη, ζουλώ: Μην πιέζεις το τζάμι να μη σπάσει. 2. μτφ., αναγκάζω κάποιον, ενοχλώ, στενοχωρώ: Μην το πιέζεις το παιδί, για να μιλήσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορσές — ο 1. πλατύς ελαστικός ζωστήρας που περιβάλλει στενά τη μέση, την κοιλιά ή και μέρος τού θώρακα και φοριέται για λόγους κομψότητας ή υγείας 2. φρ. «μού έγινες στενός κορσές» έχεις γίνει πολύ φορτικός, μέ πιέζεις πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. corset] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”